- ὀπλίας
- ὀπλίας· Λοκροὶ τοὺς τόπους ἐν οἷς συνελαύνοντες ἀριθμοῦσι τὰ πρόβατα καὶ τὰ βοσκήματα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπλίας — ὁπλίας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁπλίας, Λοκροὶ τοὺς τόπους ἐν οἶς συνελαύνοντες ἀριθμοῡσι τὰ πρόβατα καὶ τὰ βοσκήματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, προέρχεται από τη λ. ὁπλή, πιθ. λόγω τού ότι σ αυτούς τους τόπους υπήρχαν πολλά ίχνη από οπλές ζώων] … Dictionary of Greek